Η Ευρώπη θερμαίνεται, και δεν φαίνεται ότι θα «κρυώσει» σύντομα
Μια αποκλειστική ανάλυση περισσότερων από 100 εκατομμυρίων μετεωρολογικών δεδομένων δείχνει ότι κάθε μεγάλη πόλη στην Ευρώπη είναι θερμότερη τον 21ο αιώνα από ό, τι ήταν τον 20ο. Η Ανδαλουσία, η περιοχή της Βαλτικής και η νότια Ρουμανία έχουν επηρεαστεί περισσότερο.
Η Ευρώπη θερμαίνεται, και δεν φαίνεται ότι θα «κρυώσει» σύντομα
Μια αποκλειστική ανάλυση περισσότερων από 100 εκατομμυρίων μετεωρολογικών δεδομένων δείχνει ότι κάθε μεγάλη πόλη στην Ευρώπη είναι θερμότερη τον 21ο αιώνα από ό, τι ήταν τον 20ο. Η Ανδαλουσία, η περιοχή της Βαλτικής και η νότια Ρουμανία έχουν επηρεαστεί περισσότερο.
Το Δεκέμβρη του 2015, 195 μέλη της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή Συμφώνησαν να «περιορίσουν την αύξηση της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από την προβιομηχανική εποχή» στην Συμφωνία των Παρισίων. Σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, όπου κατοικούν εκατομμύρια άνθρωποι, το όριο των 1,5 ° C έχει ήδη ξεπεραστεί. Από την αποκλειστική έρευνα του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δημοσιογραφίας Δεδομένων (EDJNet) προκύπτει ότι στο μεγαλύτερο τμήμα της Ανδαλουσίας, γύρω από την Βαλτική ( όπου η θερμοκρασία ανεβαίνει καθώς έχει ανέβει περισσότερο η θερμοκρασία της θάλασσας από ότι του εδάφους), και στην Νοτιοανατολική Ρουμανία, ο μέσος όρος της θερμοκρασίας κατά τον 21ο αιώνα ήταν ήδη 1,5 βαθμούς υψηλότερη από ότι τον 21ο αιώνα, επηρεάζοντας το προσδόκιμο όριο ζωής των Ευρωπαίων, την υγεία τους και την ποιότητα της ζωής τους. Αυτή η αύξηση της τάξεως των 1,5 βαθμών είναι ένας παγκόσμιος στόχος και η περιοχές που υπερθερμαίνονται γρηγορότερα δεν εξαιρούνται από αυτόν: οι επιστήμονες αναμένουν εδώ και δεκαετίες ότι οι περιοχές πιο κοντά στους πόλους θα θερμανθούν περισσότερο από αυτές πιο κοντά στον ισημερινό.
Στη Γρανάδα, την Κόρδοβα και την Μάλαγα, όλες πόλεις της Ανδαλουσίας, ο μέσος όρος της θερμοκρασίας κατά τον 21ο αιώνα ήταν τουλάχιστον 1,6 βαθμούς Κελσίου υψηλότερος από ότι τον 20ο αιώνα. Στο Βουκουρέστι, την πρωτεύουσα της Ρουμανίας, οι θερμοκρασία έχουν ανέβει κατά 1,4 βαθμούς Κελσίου. Η αύξηση σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, η περίοδος που έχει θεωρηθεί το διάστημα από το 1850 έως το 19001, πολύ πιθανό να είναι μεγαλύτερη. Σε αντίθεση, πόλεις που βρίσκονται στις ακτές του Ατλαντικού είχαν μικρότερη αύξηση της θερμοκρασίας.
Τα ευρήματα αυτά είναι τα αποτελέσματα μια ανάλυσης περισσότερων από 100 εκατ. δεδομένων του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μεσοπρόθεσμων Μετεωρολογικών Προβλέψεων (ECMWF), ενός διεθνή οργανισμού που υπολογίζει τις λεγόμενες «επαναληπτικές αναλύσεις» των καιρικών δεδομένων, με βάση ποικίλες πηγές όπως μετεωρολογικοί σταθμοί, μπαλόνια καιρού, σημαδούρες και δορυφορικές παρατηρήσεις. Είναι η πρώτη φορά που επαναληπτικές αναλύσεις είναι τόσο εύκολα διαθέσιμες σε αυτήν την κλίμακα. Τέτοια δεδομένα είναι ιδανικά για να μελετηθούν τα καιρικά φαινόμενα σε περιόδους άνω του ενός αιώνα, καθώς εναρμονίζουν εισροές από χιλιάδες πηγές δεδομένων και καθιστούν δυνατή τη σύγκριση στο χρόνο και χώρο. Αν και οι απόλυτες τιμές μπορεί να διαφέρουν από τα δεδομένα που συλλέγονται κατευθείαν από τους μετεωρολογικούς σταθμούς, ιδιαίτερα επειδή οι πόλεις αντιμετωπίζουν το πρόβλημα γνωστό και ως «Φαινόμενο Θερμοπληξίας» (φαινόμενο των Θερμών Νησιών), όπου η θερμοκρασίες στις πόλεις μπορεί να είναι έως και 10 βαθμούς Κελσίου πιο υψηλή από ότι στις γύρω επαρχίες, οι γενικές τάσεις είναι ίδιες.
Εξετάζοντας τα καθημερινά δεδομένα το EDJNet μπόρεσε να υποδείξει πως ο αριθμός των ζεστών και κρύων ημερών άλλαζε κατά την διάρκεια των τελευταίων 117 χρόνων. Στο Σπλιτ για παράδειγμα, την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κροατίας, οι ημέρες όπου ο μέσος όρος της θερμοκρασίας έφτασε τους 27 βαθμούς πήγε από τις λιγότερες από μία τον χρόνο τον 20ο αιώνα σε 14 τον χρόνο τον 21ο αιώνα. Αναλόγως, οι κρύες μέρες μειώθηκαν στις περισσότερες πόλεις. Στην πρωτεύουσα της Λετονίας την Ρίγα, ο αριθμός των ημερών που ο μέσος όρος της θερμοκρασίας ήταν κάτω των -1°C πήγε από το 75 τοις εκατό τον προηγούμενο αιώνα στο 57 τοις εκατό τον 21ο . Τέτοιες λεπτομερείς πληροφορίες επιτρέπουν μία ακριβή αξιολόγηση των μεταβολών που έχει αλλαγή της θερμοκρασίας κατά τόπους.
Η υπερθέρμανσή επηρεάζει την υγεία, το έγκλημα και τις γνωστικές ικανότητες
Ακόμα και αν πρόκειται για μία αύξηση δύο ή λιγότερων βαθμών, οι αυξήσεις τις θερμοκρασίας έχουν καταστροφικές συνέπειες, είπε η Mojca Dolinar, επικεφαλής του τμήματος Κλιματολογίας του Σλοβενικού Οργανισμού Περιβάλλοντος, ένα κυβερνητικό κέντρο. Μία πιο ζεστή ατμόσφαιρα μπορεί να απορροφήσει περισσότερο νερό προτού προλάβει να το απελευθερώσει με τη μορφή βροχής, εξήγησε. Αυτό σημαίνει ότι οι περίοδοι μεταξύ των βροχοπτώσεων γίνονται μεγαλύτερες και οι ξηρασίες πιο σκληρές. Από την άλλη, οι βροχοπτώσεις, εξαιτίας της μεγαλύτερη συγκέντρωσης νερού στην ατμόσφαιρα, τείνουν να είναι πιο συμπυκνωμένες, κάτι που οδηγεί σε πιο ακραίες πλημμύρες.
Οι υψηλότερες θερμοκρασίες, ειδικά τα κύματα καύσωνα, προκάλεσαν χιλιάδες θανάτους από το 2000. Το κύμα καύσωνα το 2003 προκάλεσε πάνω από 70.000 θανάτους στο δυτικό τμήμα της Ηπείρου. Παρά τη θέσπιση εθνικών σχεδίων για την καταπολέμηση του υπερβολικού καύσωνα σε πολλές χώρες, μία έρευνα της συσχέτισης ζέσης και θνησιμότητας σε 9 ευρωπαϊκές χώρες έδειξε ότι αν και η θνησιμότητα , λόγω αυτού του παράγοντα, μειώθηκε στο Παρίσι, τη Ρώμη και την Αθήνα από το 2003, οι υψηλές θερμοκρασίες ακόμα προκαλούν θανάτους και όχι μόνο σε πόλεις του Νότου. Οι σκανδιναβικές πόλεις είναι πιο ευάλωτες στο θερμικό στρες από εκείνες που ήδη αντιμετωπίζουν υψηλές θερμοκρασίες τακτικά. Στη Μαδρίτη, για παράδειγμα, η θνησιμότητα (που σχετίζεται με τις όχι ζεστές μέρες) αυξάνεται όταν ο μέσος όρος της καθημερινής θερμοκρασίας υπερβαίνει τους 21 βαθμούς Κελσίου, το ίδιο συμβαίνει στην Στοκχόλμη όταν υπερβαίνονται οι 19 βαθμοί.
Οι θάνατοι που προκλήθηκαν από κύμα καύσωνα του 2017, γνωστό και ως «κύμα καύσωνα του Εωσφόρου» , όπου οι θερμοκρασία ξεπέρασε τους 40 βαθμούς στα Βαλκάνια, στην Ιταλία και την Ισπανία και του κύματος καύσωνα του 2018 στη Νότια Ευρώπη δεν έχουν ακόμα αναλυθείαπό τις εθνικές υγειονομικές αρχές ή από ακαδημαϊκούς.
Τα κύματα καύσωνα είναι τα πιο θανατηφόρα αλλά οι υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν τους Ευρωπαίους και με άλλους τρόπους. Οι ερευνητές έχουν αποδείξει ότι οι μαθητές αποδίδουν λιγότερο καλά, ειδικά στα μαθηματικά, όταν ο μέσος όρος της θερμοκρασίας υπερβαίνει τους 22 βαθμούς Κελσίου. Σε 415 από τις 558 πόλεις που μελετήθηκαν από το EDJNet, ο αριθμός των σχολικών ημερών κατά έτος με μέσο όρο θερμοκρασίας άνω των 22 βαθμών αυξήθηκε τον 21ο αιώνα σε σχέση με τον 20ο αιώνα. Στη Σεβίλλη, για παράδειγμα, οι μαθητές αντιμετώπισαν μόλις 12 σχολικές μέρες με θερμοκρασία άνω των 22 βαθμών κατά τον 20ο αιώνα. Ο αριθμός αυτός διπλασιάστηκε φτάνοντας τις 24 μέρες κατά τον 21ο αιώνα. Οι επιπτώσεις του θερμότερου περιβάλλοντος και των ακαδημαϊκών επιδόσεων των Ευρωπαίων μαθητών ακόμα δεν έχουν αξιολογηθεί.
Οι εγκληματολόγοι στις Η.Π.Α γνωρίζουν από τη δεκαετία του 1980 ότι, τα βίαια εγκλήματα αυξάνονται με την θερμοκρασία. Στην Ευρώπη, παρά την αύξηση τη θερμοκρασίας, καμία εθνική εγκληματολογική υπηρεσία ή ακαδημαϊκός δεν έχει προβεί σε κάποια αντίστοιχη έρευνα.
Οι σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές επίσης επηρεάζονται από την αύξηση της θερμοκρασίας, καθώς η άσφαλτος μαλακώνει σε βαθμό που αρκετά συχνά στις πολύ ζεστές μέρες πρέπει να κλείσουν οι δρόμοι. Οι σιδηροδρομικές μεταφορές εντός των πόλεων (τρένα και τραμ) υποφέρουν καθώς οι σιδηροτροχιές λυγίζουν αφού το μέταλλο της σιδηροτροχιάς διογκώνεται και καθίσταται ασταθές. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις, όπως συνέβη στο μετρό της Ουάσιγκτον το 2012. Παρά τις επιπτώσεις που έχουν οι υψηλές θερμοκρασίες στις ευρωπαϊκές πόλεις δεν έχουν υπάρξει βάσιμες και συγκεντρωμένες προσπάθειες προσαρμογής σε τοπικά επίπεδα. Ορισμένα εθνικά σχέδια για την κλιματική αλλαγή προτείνουν την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής με την προσαρμογή σε υψηλότερες θερμοκρασίες. Η αλλαγή του κλίματος μπορεί να περιοριστεί μόνο με τη διατήρηση των υδρογονανθράκων στο έδαφος και τη δέσμευση του άνθρακα από την ατμόσφαιρα (καμία επιλογή δεν έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε αποτέλεσμα ), ενώ η προσαρμογή στις υψηλότερες θερμοκρασίες σημαίνει ότι οι ανθρώπινοι οικισμοί θα παραμένουν βιώσιμοι σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα.
Τα εθνικά σχέδια συχνά περιορίζονται σε ρυθμιστικά μέσα, όπως είναι η επιτακτική φορολόγηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Όταν πρόκειται για τη δημιουργία χώρων πρασίνου για τον περιορισμό του Φαινομένου της Θερμοπληξίας άρα και της θνησιμότητας λόγω των κυμάτων καύσωνα, της αναβάθμισης του τοπικού δικτύου μεταφορών ώστε να καταστεί πιο ανθεκτικό στη θερμότητα ή της εγκατάστασης ψυκτικών συσκευών στις σχολικές τάξεις, οι ευρωπαϊκές πόλεις είναι μόνες τους.
Το EDJNet θα δημοσιεύσει μία σειρά από άρθρα σχετικά με την επίδραση που έχει η αύξηση της θερμοκρασίας σε συγκεκριμένες ευρωπαϊκές χώρες, και θα ερευνήσει εάν έχουν παρθεί μέτρα από τις τοπικές αρχές ή/και άλλους φορείς ώστε να μετριαστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της αύξησης των θερμοκρασιών και ποια είναι αυτά.
Ο Nicolas Kayser-Bril είναι ένας Γάλλο-Γερμανός ανεξάρτητος προγραμματιστής, δημοσιογράφος δεδομένων και εκπαιδευτής.. Συν-ίδρυσε και διαχειρίστηκε το Journalism++ από το 2011 έως το 2017, αφού ηγήθηκε τ ου τμήματος δημοσιογραφίας δεδομένων στο Owni.